- φασία
- η, Νζωολ. παλαιά ονομασία γένους δίπτερων εντόμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετεροφασία — η ιατρ. είδος νευρικής αφασίας ή διαταραχής τής λαλιάς, που οφείλεται σε βλάβη τού κέντρου τού λόγου και κατά την οποία ο ασθενής κάνει εσφαλμένη χρήση τών λέξεων ή χρησιμοποιεί άλλες λέξεις αντί άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. ετερο * + φασία (< φατος < θ … Dictionary of Greek
Dysphasia — should not be confused with the similarly pronounced dysphagia, which is a difficulty swallowing. DiseaseDisorder infobox Name = Dysphasia ICD10 = ICD10|F|80|1|f|80, ICD10|F|80|2|f|80, ICD10|R|47|0|r|47 ICD9 = ICD9|438.12, ICD9|784.5Dysphasia… … Wikipedia
δακτυλοφασία — η μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους κωφάλαλους για να συνεννοούνται μεταξύ τους με κινήσεις τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + φασία < φᾰτος < φᾰ , εξασθενημένη βαθμίδα τού φημί (πρβλ. αφασία, διφασία κ.ά.)] … Dictionary of Greek
καταφασία — Διαταραχή του λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αρχικά απαντά ομαλά στις ερωτήσεις που του θέτουν, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα. * * * ή ιατρ. διαταραχή τού λόγου η οποία συνίσταται στη συχνή επανάληψη… … Dictionary of Greek
παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] … Dictionary of Greek
σχιζοφασία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου, η οποία θεωρείται υπομορφή τής σχιζοφρενίας, η μη συστηματική σχιζοφρενία και κατά την οποία ο πάσχων χρησιμοποιεί λέξεις απομακρυσμένες από την έννοιά τους και άφθονους νεολογισμούς που καθιστούν τον… … Dictionary of Greek
φασά — η, Ν τρόπος ύφανσης, υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / ύφανση, μέσω τού τ. ὑφασία < *φασιά (με σίγηση τού αρκτικού υ )] … Dictionary of Greek